- ἀνασεισμός
- ἀνασεισμόςthreatening gesturesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάσεισις — ἀνάσεισις, η κ. ἀνάσεισμα, το κ. ἀνασεισμός, ο (Α) (Ν ανάσεισμα κ. ανασεισμός) η ενέργεια που εκφράζει το ανασείω*, απειλητική ανύψωση (όπλου) … Dictionary of Greek